- δηκτική
- δηκτικόςbitingfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γελοιογραφία — Η τέχνη της παραμόρφωσης των χαρακτηριστικών ενός προτύπου με σκοπό να το σατιρίσει, να το ερμηνεύσει ή να τονίσει, υπερβάλλοντάς τα, ορισμένα ψυχολογικά στοιχεία της προσωπικότητάς του. Η γ. μπορεί ακόμα να διακωμωδήσει ή να καυτηριάσει έναν… … Dictionary of Greek
εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
καρφί — Μεταλλικό, κυρίως, στοιχείο, αιχμηρό ή μη, που χρησιμοποιείται για τη σύνδεση τεμαχίων. Αποτελείται από την κεφαλή και το στέλεχος. Ανάλογα με τη χρήση για την οποία προορίζεται, ποικίλλουν η διατομή του στελέχους, το μήκος του και το σχήμα της… … Dictionary of Greek
Βοβενάργκ, Λικ ντε Κλαπιέ ντε-, μαρκήσιος — (Markiz Luc de Clapiers de Vauvenargues, Εξ αν Προβάνς 1715 – Παρίσι 1747). Γάλλος συγγραφέας. Μεγάλο μέρος της σύντομης ζωής του το πέρασε στον στρατό. Όταν εγκατέλειψε τη στρατιωτική του σταδιοδρομία (1743), προσπάθησε μάταια να γίνει… … Dictionary of Greek
Γιόνσον, Έιβιντ — (Eyvind Johnson,1900 – 1976). Σουηδός συγγραφέας. Προερχόταν από οικογένεια εργατών και άσκησε πολλά επαγγέλματα πριν αφήσει τη Σουηδία για να εγκατασταθεί κατά διαστήματα στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Ελβετία και στην Ιταλία. Επηρεάστηκε από… … Dictionary of Greek
Γκέι, Τζον — (John Gay, Μπάρνσταπλ 1685 – Λονδίνο 1732). Άγγλος ποιητής και συγγραφέας. Στενός φίλος του Πόουπ και του Σουίφτ, παρουσιάστηκε στη λογοτεχνική σκηνή το 1708 με το ποίημα Κρασί. Στο θέατρο παρουσιάστηκε το 1712 με το έργο Mohocks, φάρσα ελάσσονος … Dictionary of Greek
Γκρος, Γκεόργκε — (George Grosz, Στολπ, Βερολίνο 1893 – Νέα Υόρκη 1959).Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Θεωρείται ένας από τους μεγαλύτερους γελοιογράφους. Σπούδασε στις ακαδημίες της Δρέσδης και του Βερολίνου, ενώ είχε ήδη ασχοληθεί με τη ζωγραφική πριν από το… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ηρόδοτος — I (Αλικαρνασσός Μικράς Ασίας, περ. 484 – 426 π.Χ.).Ιστοριογράφος. Κατά τη διάρκεια της ζωής του ταξίδεψε πολύ. Έζησε εξόριστος στη Σάμο, επισκέφθηκε την Ανατολή φτάνοντας μέχρι τον Πόντο και τη Σκυθία, περιηγήθηκε την Αίγυπτο και την Περσία και… … Dictionary of Greek